- κοχλιώνω
- κοχλίωσα, κοχλιώθηκα, κοχλιωμένος, βιδώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοχλιώνω — [κοχλίας] βιδώνω … Dictionary of Greek
ανακοχλιώνω — κοχλιώνω εκ νέου, ξαναβιδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κοχλιώνω. ΠΑΡ. ανακοχλίωση] … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek
κοχλίωση — η [κοχλιώνω] σύνδεση με κοχλία, βίδωμα … Dictionary of Greek